11/4/13

Όπως θα το ήθελε κι εκείνος…

Ο Ηλίας Λιούγκος είναι ένας από τους πλέον διακριτικούς εκπροσώπους του καλού ελληνικού τραγουδιού – κινούμενος μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, συνέδεσε σε άγουρη ηλικία το όνομά του με λαμπρές στιγμές της ελληνικής δισκογραφίας (συμμετείχε στους κατά Σαββόπουλο «Αχαρνής», στα «Παράλογα» και, κυρίως, στη «Ρωμαϊκή Αγορά» του Μάνου Χατζιδάκι) και τα επόμενα χρόνια επέμεινε να υπηρετεί πιστά το χατζιδακικό ρεπερτόριο (μαζί με λίγες ακόμα απόπειρες συναφούς ύφους), τραγουδώντας κυρίως σε μικρούς χώρους, χωρίς ποτέ να διαπεράσει το φράγμα της ανωνυμίας για τους μη ιδιαίτερα μυημένους στο έργο του Μ.Χ.
Κάπως ανάλογη είναι και η ιστορία της δικής μου γνωριμίας με το πρόσωπό του: Νομίζω ότι τον είχα πρωτοδεί από κοντά τον Ιούλιο του 1987, εν μέσω καύσωνα, σε μια συναυλία του Μ.Χ. στο γήπεδο του ΠΑΟ που έμελλε να σταθεί καθοριστική για την εν γένει γνωριμία μου με το έργο του συνθέτη. Έπειτα τον έμαθα καλά ακούγοντας και ξανακούγοντας, μέχρι γρατζουνίσματος των δίσκων και θρυμματισμού των εξωφύλλων, τα βινύλια από την κασετίνα της «Ρωμαϊκής Αγοράς». Πιθανότατα τον ξαναείδα ζωντανά σε κάποιες συναυλίες προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Κατά πρόσωπο τον συνάντησα τυχαία μία και μοναδική φορά, το μεθυστικό καλοκαίρι του 2004 – κάποιο απόγευμα εκείνου του Αυγούστου, η χαμηλών τόνων τέχνη του βρήκε μια μικρή θέση στο απόλυτο πανηγύρι των καιρών και ο σεμνός ερμηνευτής εκλήθη για μια συναυλία στο Κέντρο Τύπου του Ζαππείου Μεγάρου. Τυχαία διασταυρώθηκε μαζί μου μόλις μπήκε στο κτίριο – με απλότητα, αλλά και αμηχανία εμφανή με ρώτησε για καναδυό πρακτικά ζητήματα. Η φωνή του, όπως έφτανε από μακριά εκείνο το βράδυ στο γραφείο, έμοιαζε μια όμορφη χορδή ποιότητας που πάσχιζε αλλά τα κατάφερνε να ακουστεί μέσα στον γενικό πανζουρλισμό. Έπειτα ξαναέχασα τα ίχνη του – μέχρι που πέτυχα τυχαία προ μηνών μία ή δύο συνεντεύξεις του, με αφορμή κάποιες νέες εμφανίσεις του, χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία.
Δεν ήταν, ίσως, τυχαίο μετά από όλα αυτά ότι η βραδιά που ο Ηλίας Λιούγκος εμπνεύστηκε και οργάνωσε το περασμένο Σάββατο στο Μέγαρο Μουσικής ήταν, ίσως, ό,τι πιο κοντινό στο πνεύμα και στο ύφος του Μάνου Χατζιδάκι, από τα πολλά, είναι η αλήθεια, αφιερώματα που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια. Ακόμα κι η προετοιμασία της εκδήλωσης κινήθηκε σχεδόν στο ημίφως… Με ελάχιστη έως μηδενική διαφήμιση, «εξορισμένη» σε μια αίθουσα συνεδριακής κυρίως χρήσης στη νέα πτέρυγα του Μεγάρου, η εκδήλωση «αποκαλύφθηκε» μόνο στους φανατικούς εξερευνητές του προγράμματος του Μεγάρου και, πιθανότατα, σε όσους επιμένουν να ψάχνουν τα «ψιλά» στις πολιτιστικές σελίδες των εφημερίδων ή στο ιντερνετικό χάος. Παρόλα αυτά, οι υπόγειες διαδρομές της πληροφορίας λειτούργησαν καλά: η συναυλία ξεπούλησε αρκετές μέρες νωρίτερα και η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη – αρκεί λοιπόν καμιά φορά ακόμα και ένας απλός παλμός, ένας ανεπαίσθητος κυματισμός για να τανύσει τις ευαίσθητες χορδές μας. Τα φώτα έσβησαν. Το σκηνικό της βραδιάς ανέδειξε αμέσως όλα τα (λιτά) μυστικά του. Δυο φωνές, τέσσερα όργανα, ένας αφηγητής καθισμένος σε ένα παλαιϊκό γραφειάκι με τα χαρτιά του και λίγα λουλούδια. Καμία εισαγωγή, κανένα καλωσόρισμα, καμία βιντεοπροβολή. Ο Ηλίας Λιούγκος έκανε την αρχή – με την όψη του να δείχνει καθαρά τα σημάδια της εν εξελίξει μετάβασης από τη νιότη, με την οποία όλοι τον γνωρίσαμε, προς την ωριμότητα της μέσης ηλικίας. Χρειάστηκαν όμως μόλις 2-3 τραγούδια για να ζεσταθεί η φωνή του και να βρει το αγαπημένο σε όλους μας ηχόχρωμα, που έχει καταγραφεί ως «κτήμα εσαεί» στα αυλάκια της «Ρωμαϊκής Αγοράς». Πλάι του, ο άγνωστος Χ της βραδιάς: η Γιώτα Νέγκα με την υπέροχη φωνή, που εδώ και χρόνια (μαντεύω ότι) προσπαθεί να κάνει το μεγάλο βήμα πέρα από την καταλυτική επίδραση της μεγάλης της (de facto όμως πεπερασμένου βεληνεκούς) επιτυχίας «Με τα μάτια κλειστά». Τα ενθουσιώδη «μπράβο» που ακούστηκαν ήδη από το πρώτο ή δεύτερο άσμα της διέλυσαν αμέσως τις οποιεσδήποτε αμφιβολίες. Φωνή γήινη, εκφραστική, ιδανική για να γεφυρώσει τις ουράνιες μουσικές του Χατζιδάκι με το σύγχρονο αισθητήριο. Της λείπει ακόμα μια μικρή δόση εσωτερικότητας και βάθους στην ερμηνεία του συγκεκριμένου ρεπερτορίου – αλλά πιστεύω ότι είναι θέμα χρόνου και εμπειρίας να τα κατακτήσει. Στο ρόλο του αναγνώστη, ο Γιώργος Χρονάς. Μπαρουτοκαπνισμένος άνθρωπος των γραμμάτων και της μουσικής, συνεργάτης (όπως επιβεβαίωσα από μια ματιά στο βιογραφικό του) του Χατζιδάκι την εποχή του Τρίτου, ήταν μια εύλογη επιλογή για την ανάγνωση επιλεγμένων αποσπασμάτων από τα πεζά του κείμενα, τα οποία, όσο περνούν τα χρόνια, ολοένα και περισσότερο (ξανα)ανακαλύπτονται και μνημονεύονται – από μυημένους και μη. Το μουσικό κομμάτι της βραδιάς εκτελέστηκε από ένα τετραμελές σύνολο που απέδειξε ακόμα και στα αυτιά των μη ειδημόνων ότι μια μικρή αλλά καλοσυντονισμένη ομάδα οργάνων μπορεί να αποδώσει ήχο εφάμιλλο με αυτόν μιας μεγάλης ορχήστρας – η αίσθηση του «γεμάτου» και φίνου ήχου κυριάρχησε σε όλη τη βραδιά, ακόμα και σε 1-2 περιπτώσεις όπου η απουσία των κρουστών καλύφθηκε από χτυπήματα ελαφρού κρότου στο βιολί ή στην κιθάρα. Το άρτιο μουσικό αποτέλεσμα οφείλεται σίγουρα, κατά μείζονα λόγο, και στην παρουσία (στην κιθάρα) της Στέλλας Κυπραίου, επί σειρά ετών συνεργάτιδας του Χατζιδάκι.
Αν και είναι πρακτικά αδύνατο να μιλήσει κανείς για ανθολογία του (πληθωρικού και πολύπτυχου) έργου του Μάνου Χατζιδάκι, νομίζω ότι η επιλογή του προγράμματος της βραδιάς δεν μπορούσε να αφήσει ανικανοποίητο κανέναν φανατικό ή περιστασιακό φίλο της μουσικής του. Ευλόγως το πρόγραμμα ήταν εστιασμένο στον κύκλο της «Ρωμαϊκής Αγοράς» (έτσι κι αλλιώς μια ωσεί ανθολογία παλαιότερων τραγουδιών, σε νέες για την εποχή τους και ενιαίου ύφους εκτελέσεις), όπου είχε διαπρέψει ο Λιούγκος. Έχω όμως την αίσθηση ότι αυτά ακριβώς τα τραγούδια συνιστούν ό,τι νιώθει ο μέσος επαρκής ακροατής ως «κανόνα» της χατζιδακικής δημιουργίας – μαζί, ίσως, με 2-3 ακόμα έντεχνους κύκλους και κάποια επίλεκτα δείγματα της εμπορικής περιόδου (παρά τις γνωστές επιφυλάξεις, τις οποίες σέβομαι αλλά ξεπερνώ). Ακούστηκαν, λοιπόν, μεταξύ πολλών άλλων, η σοφή «Αθανασία» (αν και μάλλον «χάθηκε», στην αρχή του προγράμματος), η τρυφερή «Περιμπανού», μια «Πόλη Μαγική», η «Οδός Ονείρων», η «Μπαλάντα του Ούρι», το «Αστέρι του Βοριά», ο «Εφιάλτης της Περσεφόνης». Επίσης, το εμβληματικό «Αγάπη που’γινες δίκοπο μαχαίρι» και το «Είμαι αητός χωρίς φτερά», στο λιτό, χωρίς μπουζούκι ύφος της «Ρωμαϊκής Αγοράς». Δεν έλειψαν, επίσης, χωρίς να ανήκουν στον προαναφερθέντα κύκλο, ο αριστουργηματικός «Γιάννης ο φονιάς» και ο «Κεμάλ» - ίσως το πλέον αγαπητό και πολυεκτελεσμένο τραγούδι του Χατζιδάκι τα τελευταία χρόνια. Μια ξεχωριστή στιγμή της βραδιάς ήταν το «Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς»: όσοι έχουν διαβάσει το κείμενο-παρακαταθήκη του Μάνου Χατζιδάκι στο φυλλάδιο της κασετίνας θυμούνται την ιδιαίτερη σχέση του δημιουργού με αυτό το κομμάτι, από τα λίγα στα οποία ηχογράφησε και τη δική του φωνή. Ο Ηλίας Λιούγκος επέλεξε να εντάξει ατόφια στη ζωντανή εκτέλεση την ηχογραφημένη φωνή του Χατζιδάκι. Τον νιώθαμε έτσι κι αλλιώς παρόντα σε όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης, εκείνη τη στιγμή σα να πιστέψαμε πως ο χρόνος έπαιζε παράξενα παιχνίδια…
Το κοινό της βραδιάς ήταν απρόσμενα και ευχάριστα πολυσυλλεκτικό. Κλασικές κυρίες του Μεγάρου Μουσικής, πολλά μεσήλικα αστικά ζευγάρια, κομψευόμενες τριαντάρες, αρκετοί φοιτητές, ακόμα και μικρά παιδιά που συντρόφευαν τους γονείς τους. Όλοι επιφύλαξαν το πιο θερμό τους χειροκρότημα για το πρώτο τραγούδι της Νέγκα (σα να ένιωθαν ότι η καλή ερμηνεύτρια χρειαζόταν αυτή την «ψήφο εμπιστοσύνης») και, κυρίως, για τα πεζά κείμενα, τα οποία, στο σύνολό τους σχεδόν, έμοιαζαν πολύ πιο καίρια και σχετικά με την εποχή μας από πολλές ανέμπνευστες και παπαγαλίζουσες φλυαρίες που διαβάζει κανείς σήμερα. Το σιγοντάρισμα, όπου υπήρξε, ήταν χαμηλόφωνο και διακριτικό, όπως θα άρεσε και στον Χατζιδάκι. Στην κορύφωση του προγράμματος, όταν το ένα αριστούργημα διαδεχόταν το άλλο και η ψυχή είχε πλέον ολότελα παραδοθεί στη μαγεία των ήχων και των λέξεων, σα να άκουσα κάποιους πνιχτούς λυγμούς από τα γύρω μου καθίσματα – ίσως, πάλι, ήταν απλά μια προβολή και της δικής μου ψυχοσύνθεσης. Το τέλος επρόκειτο να είναι κι αυτό απλό και συγκινητικό, με λίγα θερμά λόγια από τον Ηλία Λιούγκο και δύο ανκόρ για την επίγευση της βραδιάς – που σίγουρα δε θα σβήσει εύκολα από τη θύμηση και την καρδιά όσων την έζησαν.

 
Χ.Α.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τι όμορφα που τα λες, τι ωραία που τα'γραψες, πόσο κοντά φέρνεις το μυαλό μας στο μεγαλείο μιας μη πολυδιαφημισμένης όπως λες βραδιάς. Και πόσα θα ένιωσες και πόσα θα θυμήθηκες μέσα από τους στίχους που ακούστηκαν...

Χατζιδακικός, Καβαφικός, Σαββοπουλικός, Σεφερικός,... Διακογιαννικός, και όχι μόνο, και πολλά πολλά ακόμη, ο κύριος που ακούει στο όνομα Χρήστος Αποστολόπουλος βρίσκεται για άλλη μία φορά στο στοιχείο του και η παίδευσή του σε πάμπολλους μουσικούς και γραμματειακούς κ.ά. τομείς τον βοηθά να καταγράφει με γνήσιο και έγκυρο τρόπο τις στιγμές ''μαγικές'' του συλλογικού βίου.

Νομίζω ότι πρέπει επιτέλους να μαζέψεις τα σκόρπια κομμάτια των πολλών εμπειριών σου σε τόπους και χρόνους και να γράψεις ένα βιβλίο που να περιέχει όλα όσα (πρόσωπα, πράγματα, γνωστά και άσημα) αγαπάς και θυμάσαι από τη ζωή σου. Μια ζωή που δεν θέλει τίποτε ''άχρηστο'' να αφήσει απέξω.

Σου πάει ως γνωστόν η γέφυρα με το παρελθόν κι η ανασκόπηση, η έρευνα του ξεχασμένου και η προβολή του επίκαιρου και σημαδιακού. Με ένα τέτοιο βιβλίο ενθυμήσεων όλα όσα έχεις μέσα σου δεν θα σβήσουν κι όλοι θα σε ανακαλούν διαπαντός μέσα από τις νεανικές, φοιτητικές, μοναχικές, ταξιδιωτικές και ερωτικές σου περιπλανήσεις.

(Κάν'το, θα είναι ωφέλιμο για πολλούς.)

Εύγε.