13/4/13

Μια Μαίρη Παναγιωταρά των γραφείων

13-4-2013

(Πάμε τραγουδιστά...)

H ΜΑΙΡΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ


Το πρώτο μέλημα της μέρας ένα άγχος, μπρος σε μια στάση μια στυφή αναμονή


να ξεπροβάλλει βλοσυρό το λεωφορείο, και το τικ τακ του ρολογιού να σε δονεί

να τσαλακώνεσαι στο σαρδελοποιείο και να σε γδέρνουνε οι γύρω σιωπές

ενώ στους δρόμους χαίνουνε πληγές νωπές.



Το ανθρωποστοίβαγμα μια πρέσα διαρκείας και το ταξίδι κάποια νόρμα θλιβερή

το υπουργείο σαν αγέρωχος αφέντης και κείνη η πύλη μια μασέλα κοφτερή

ως το κουδούνισμα, το χτύπημα της κάρτας κάποιες καρδιές λαχανιαστά φτεροκοπούν

προτού να κόψουνε το νήμα και να μπουν.



Στο ασανσέρ ροκανισμένες καλημέρες, κόσμοι απρόσιτοι, ερμητικά κλειστοί

αυθορμησίες και χαμόγελα κομμένα όσο βαλτώνουνε τα πριμ και οι μιστοί

τα φώτα ανάβουν στα γραφεία νυσταγμένα και τα καφέμπρικα μικρή παρηγοριά

και στο παράθυρο η ανάσα του βοριά.



Το τραπεζάκι μου σαν τράπουλα χυμένη κι όλα τα έγγραφα να καιν πιεστικά

οι εκκρεμότητες κρεμάμενες τριγύρω κι ένα τσαφ τσουφ να ξεκινάει βιαστικά

όλα τα πρέπει μαζεμένα στη φωλιά μου και νέα φίδια μες στον κόρφο μου ξυπνούν

και οι ευθύνες σαν φωτιές που δεν ξεχνούν.



Σ ’ένα γραφείο μες στα χνότα και στα λόγια, κάποια αόρατη θηλιά μάς απειλεί

παραδοτέα, απαντήσεις και ι-μέιλ ένα σεινάμενο κακόλαλο σκυλί

τηλεφωνήματα ριπές επικρατείας σαν κομπρεσέρ που δεν βαστά ούτε λεπτό

και ο ‘’πολίτης’’ ένα σύμβολο σεπτό.



Τροπολογίες σαν υπόθετα γαλήνης και νομοσχέδια χρησμώδη ασαφή

οι επισκέπτες ως φορείς μιας αδικίας που μου κοστίζει μια εμβόλιμη επαφή

οι εντολές του γραμματέα σαν μπατσάκια, το πάνω κάτω πρωινή γυμναστική

και το κορμί μου σαν μια ζύμη ελαστική.



Οι υφιστάμενοι γεμάτοι απορίες για τα παράδοξα του κόσμου τα τρελά

κάθε υπόθεση μια πίεση μελάτη που τα μηνίγγια μου πιέζει και γελά

το ραδιόφωνο χιμά με κατηγόριες και γι’ όλα οι υπάλληλοι οι άμοιροι χρωστούν

τις αμαρτίες όλων σα Άτλαντες βαστούν.



Για να μοντάρεις μιαν εγκύκλιο αμέσως τις παρωπίδες σου αυτόματα φοράς

με copy-paste και παρέμβλητες εμπνεύσεις σαν ζαλισμένος στο αρχείο προχωράς

κι ενώ νομίζεις πως πηγαίνεις για το τέλος, φωνή στριγκή του γενικού διευθυντή

σε διατάζει να ‘’παρκάρεις’’ το σιντί.



Ο καπουτσίνο τώρα πια έχει κρυώσει, με κοροϊδεύει το κεφάτο πλαστικό

όλο το αίμα ανεβαίνει στο κεφάλι, κι η πίεση γεννά, αλί, εγκεφαλικό

φτεροκοπάει η καρδιά μου σαν σπουργίτης, έπρεπε να ’μουν εκατόγχειρη θεά

κι ένα σημείωμα να με μουτζώνει… ‘’να’’.



Η πόρτα διάολος που όλο ανοιγοκλείνει και ένα μπαμ σαν κατακεφαλιά

από τις 12 ξεραίνονται τα χείλη και κάθε ανάσα καταπίνει τη λαλιά

έξω στο διάδρομο σαν δήμιος περιμένει δικηγοράκι με μια σάκα φουσκωτή

να με ξεκάνει με τα πώς και με τα τι.



Στα πεταχτά λίγο νεράκι σε μια κούπα κι ένα γελάκι βιασμένο και πνιχτό

τα εισερχόμενα οι νέοι ασθενείς μου κι εγώ να πρέπει με όλο πάθος να ριχτώ

όλα τα αρχεία κάπως με παραμονεύουν κι όλο διψούν για νέα ντάτα κι αριθμούς

μπας κι αποφύγουμε του δήμου τους κλαυθμούς.



Η γραμματέας μού σερβίρει νέα ύλη από το φαξ και την πλατφόρμα πολιτών

θέματα σύνθετα που’ χω κληρονομήσει από ένα αμπέλι παρελθόν κι όλο λυτόν

ένα λοφάκι από χαρτιά αριστερά μου είναι σαν λόχος από φλύαρες φωνές

στην κορυφή του κάπου χύθηκε ένας νες.



Απ’ το ισόγειο θα έλθουν οσονούπω τα ερωτήματα των νέων βουλευτών

των αξιότιμων του έθνους μας πατέρων και μην ακούσω ‘’εντιμότατων κλεφτών’’

οι προθεσμίες σαν μαχαίρι με τρυπάνε και ο αυχένας μου απ’ το σκύψιμο πονεί

ενώ διαδήλωση περνάει με χωνί.



Από το τρέξιμο, τον οίστρο, τη λαχτάρα, από το στρες και την τανάλια των χαρτιών

νιώθω τη ράχη μου δαρμένη αναιτίως και ένα δάκρυ απ’ τις κόγχες των ματιών

κάποιος γιορτάζει αποδίπλα με σφολιάτες, περνώ κι εγώ και του ξερνώ κάποιαν ευχή

κι όλο το είναι μου σηκώνει προσευχή.



‘’Θεέ μου άραγε ως πότε θα αντέξω’’ τούτου του χάους την τρελή μεταβολή

ήδη ο στόμαχος σαν να παραπονιέται και σφυροκόπημα ηχεί απ’ τη χολή

τα δυο πλεμόνια μου ζητούν λίγη γαλήνη, και ένα χέρι των βαρών κουφιστικό

αλλά αντ’ αυτών χαλά το κλιματιστικό.



Η ώρα σέρνεται σαν ύπουλος δραπέτης κι ενώ σιγούνε οι γραμμές οι υστερικές

τώρα ένα βάρος έχει πέσει απ’ τα στήθια και κάποιες έννοιες πρόωρες χιμαιρικές

πια προσηλώνομαι στις ΚΥΑ που αράζουν και δεικτικά με παραπέμπουν στο κουτί

βάζω μια τζίφρα ασυνείδητα η κουτή.



Ταχυδρομείο βαρυφορτωμένο, αύριο σύσκεψη με Γάλλους φορτικούς

κλεφτές ματιές στις ''κουτσομπόλες'' του Δικτύου και κάποια γεύση σε αδιάφορα κους κους

το Εxcelάκι μου ορθώς ευθυγραμμίζω για να το δώσω με καμάρι σε έναν ‘’σερ’’

μα η εκτύπωση ζητεί νέο τονέρ.



Έξω στους δρόμους κάποια έξαψη ανεβαίνει κι οι διμοιρίες κάνουν τείχος πνιγηρό

βλέπω να διώχνουν δυο μανάδες που στριγγλίζουν που συνοδεύουν έναν νεαρό φυρό

μια λαιμητόμος των νεφών κάθε παζάρι που με απολύσεις σαν βροχή μάς απειλεί

κι εγώ θυμάμαι ποιο ‘’το πρώτο μου σκαλί’’.



Ένα εφτάωρο στο ρινγκ βαλαντωμένη στην τουαλέτα επιτέλους ας διαβώ

απελευθέρωση μικρή το κάτουρό μου κι όπως πηγαίνω στον νιπτήρα να νιφτώ

ένα σαπούνι που ’χα φέρει απ’ το σπίτι έγινε άφαντο και τρέχει το νερό

κι εγώ να μην μπορώ ούτε τούτο να χαρώ.



Τακ τακα τουκ τα τακουνάκια στα πλακάκια και ένα άρωμα βαρύ αποπνιχτικό

το ταπεράκι μου ευθύς με περιμένει σαν ένα χάδι τρυφερό ανεκτικό

με την μπουκιά στον ουρανίσκο εφορμάει μια κάποια σύμβουλος του τέως υπουργού

και με κλαδεύει με πριόνι ξυλουργού.



Η ώρα τέσσερις και όλοι έχουν φύγει σβησμένα χάχανα ξεφτίδια μιας φυγής

και τέτοια ώρα είναι θέμα ποιος Θεός μου θέλει να γίνει ένας απομηχανής

το ρετουσάρισμα σε κάποιες εισηγήσεις είναι κολύμβηση μες στα θολά νερά

κι ο πονοκέφαλος στο πλάι με βαρά.



Μια ιδιόλεκτος που έρχεται απέξω είναι ένα σήμα πούρο ‘’συνοριακό’’

οι καθαρίστριες φουμάρουν δυο τσιγάρα με ένα σάρωθρο πολυσυλλεκτικό

ξάφνου χτυπά με αναίδεια το κινητό μου κι η μάνα μου με διακόπτει σαν τρελή

‘’ακόμα, κόρη μου, μη γίνεσαι χαλί’’.



Καθώς το κλείνω όλο νεύρα και συμπόνια την διπλανή μου βιαστικά αποχαιρετώ

μια μέρα πέρασε ολόκληρη ακόμα κι εγώ δεν πρόκαμα ποτέ να βαρεθώ

όμως μπροστά μου όλα μισοφαγωμένα κι ανολοκλήρωτα λιμνάζουν θλιβερά

μέρες σαν σκόνες που ζητούνε φυσερά.



Κοιτώ την τσάντα μου που παραπονεμένη έχει μουδιάσει πάνω στο καλοριφέρ

με μία κίνηση τα χώνω όλα μέσα κι ας τη βαφτίσουνε στην πιάτσα μας unfair

με έναν πήδο προσπερνώ τη σφουγγαρίστρα που θα ξεγράψει κάθε ίχνος αλαφρύ

μιας μέρας δύουσας που πλέον είναι free.



Είμαι στο Τμήμα αρχηγέτιδα, μια αλογόμυγα, ένα σείστρο, ένα τίμιο δουλικό

ψυχή και σώματι δοσμένη στο χαρτοβασίλειο, επαίνου πιόνι κι εργαλείο βολικό.


ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια: