25/11/11

Ένα φύλλο

25.11.2011

(Χρόνια πολλά στις Κατερίνες)

Μπήκε μέσα φουριόζα κραδαίνοντας το χαρτί. Με τη φόρα που είχε πάρει έτοιμη ήταν να το κολλήσει σε καμιά αθώα μούρη. Οξυμμένη η φωνή της, δεν αποκολλιόταν από το αποτέλεσμα, τους φτωχούς αριθμούς, τη μελαγχολία του ελάχιστου. Τα νούμερα την κατέβαζαν πολύ χαμηλά, σχεδόν την εξίσωναν με τον σύγχρονο πένητα. Ήθελε να ξεθυμάνει, να βρει έναν στόχο και να αρχίσει να πυροβολεί. Εξ ου και ο αόριστος πληθυντικός, μας πεθαίνουν, μας φτωχαίνουν, μας μαραίνουν. Πρέπει να κοιτούσε για πολύ γύρω της αλλά δεν κινιόταν τίποτε ως αντανακλαστική αντίδραση, ούτε μια φωνή, ούτε μια κραυγή, ούτε ένα χέρι. Την τύλιγε το άδειο του χώρου, το μικρό των αριθμών. Ένωθε ότι είχε κοντύνει απελπιστικά. Ένα κύμα απόγνωσης την χτύπησε. Μια σκοτοδίνη. Σκέφτηκε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου τρέχουσες ανάγκες κι ανελαστικές δαπάνες. Είδε τον εαυτό της γυμνό μέσα σε μια θάλασσα απειλητική, τα παιδιά της να περιμένουν κάτι στη φωλιά τους από κείνη, κι αυτή να βυθίζεται στο τίποτα. Ο βρόχος των υποχρεώσεων σφίχτηκε κάποια εκατοστά γύρω από τον λαιμό της. Πέθαινε με τη σκέψη, κατέρρεε νοερά μπροστά στα αδιάκριτα μάτια των άλλων, πατούσε στο δάπεδο και γινόταν σκουλήκι που σερνόταν.
Κράδαινε το φύλλο, ξέπνοα. Το φύλλο, όπως ενός δέντρου, χωρίς χυμούς, να ακούγεται στη χούφτα το τραγάνισμά του, έτοιμο να σπάσει μονομιάς, να συντριβεί χωρίς οστά, να θρυμματιστεί και να γίνει στάχτη μέσα στην επόμενη νύχτα.
Και τα ρούχα της πόσο παλιωμένα έδειχναν σε αυτή την παράσταση. Το πρόσωπό της πόσο γέρασε μέσα σε μια μέρα. Το καφέ στο πανωφόρι της έγινε του θανάτου και τα χείλη της ξεράθηκαν. Και η μοναχική φωνή να νοσεί, η χωρίς αντίλαλο, η χωρίς αντίδραση. Άδειασε ξαφνικά ο κόσμος γύρω της κι έμεινε πάνω στην σκηνή ξεχασμένος ηθοποιός, σε άδειο θέατρο. Μόνο κάποιος Θεός κι αυτός αν υπήρχε, θα τη σιγόνταρε, εάν κάποια επιφάνειά Του ερχόταν σαν θάμα.
Οι αριθμοί είναι το υπέροχο ανάστημα, το πρόσωπο που κοιτά αφ' υψηλού, στρατιωτικά. Αλλιώς, ο άνθρωπος ένα κουβάρι κάνει το σώμα του και συσπειρώνεται έτοιμος να δοθεί στον δήμιό του.
Ένα κουρελόχαρτο στα χέρια της, η απόδειξη της κατάντιας της, το σοκ της απότομης μεταστροφής των δεδομένων στη ζωή της. Γιατί κάποτε βέβαια έλαμπαν και μέρες ξενοιασιάς...
Οι ώμοι της κύρτωσαν λίγα χιλιοστά και το ξεφύσημα θα έλεγες ότι θα πήγαινε να σβήσει μια φωτιά που άρχισε να την σιγοκαίει από χαμηλά.
Με τόσα πεθαίνω, τ' ακούς, πεθαίνω... Πεθαίνω κι εγώ και μαζί και τα παιδιά μου, όλοι πεθαίνουμε... Κι άμα πεθάνω, θα πάρει σειρά κάποιος άλλος, αν δεν έχετε πεθάνει κι εσείς μαζί, ένα μέρος της καρδιάς σας.
Λόγια που σε έκαναν να κατεβάζεις την κεφαλή, παρά την αθωότητα των ανειδοποίητων. Λόγια που σε ρίπιζαν με μιαν ενοχή, μεταφερμένη από άλλους, πιο κοντά στις πηγές του κακού. Όταν ο άνθρωπος πεθαίνει, όλοι είμαστε υπεύθυνοι σε κάποιον βαθμό.

Όλη η εικόνα της ήταν αυτό το ρυτιδωμένο φύλλο, όλη η διάτρητη προσωπικότητά της, όλο το εύθραυστο σαρκίο της. Δεν θα ανέθρωσκε στις ώρες του στοχασμού της, τη φανταζόσουν να κλείνεται μέσα σε μαύρο κλουβί, να τα βάζει με τη γη και μοιραία και με την μπάλα του σώματός της.
Χίλιες φορές θα ''πέθαινε'' πριν δει λίγο φως στο μαύρο της κοίτης της.

Ήταν πολύ νέα βέβαια για να πεθάνει πραγματικά. Αλλά ήδη μέσα της είχε υποστείλει τη σημαία. Φαινόταν απίθανο κάποιος άγγελος να βρισκόταν στη στιγμή να καταργήσει τον πόνο της, για το παρόν και το μέλλον. Ο χρόνος μπροστά της, το ένιωθε, θα ήταν μια κόλαση, με καρφιά και αίματα. Κοιτούσε τους δρόμους κι όλο πλάτες αντίκριζε. Και τα δόντια της καρφιά, και τα δάκρυά της αίματα.

Οι αριθμοί ήτανε ψυχροί δικαστές που βλοσυρά και αμείλικτα την κοιτούσαν να σέρνεται. Θα ξεφούσκωνε σαν το μπαλόνι με τρελό χορό και θα κόπαζε κάποτε μοιραία η φωνή της. Κάποτε θα γινόταν ένα κουρελάκι. Μια γάτα πατημένη σε οδόστρωμα που πρώτα χυνόταν με τον όγκο της κι έπειτα γινόταν μια χαλκομανία, κι ύστερα πάλι ένα με την άσφαλτο, ο θάνατος να έχει αφομοιωθεί και να έχει μικρύνει τόσο όσο να μη διακρίνεται πάνω στο χαλί του δρόμου.

Εάν πέθαινε πραγματικά, θα έπεφτε σαν αποκαϊδι πάνω στα ρούχα, σαν ιπτάμενος κόκκος σκόνης, τους χειμώνες σαν νιφάδα μεθυσμένη.

Ζώντας, θα είχε στρέψει τα μάτια της μέσα στην άβυσσο του μέσα της, μια αδύναμη στ' αλήθεια παρουσία, μια απαρατήρητη μετριότητα, ένα σώμα χωρίς λάμψη, ένα σβησμένο των δρόμων φανάρι.

Θα γυρνούσαν να την κοιτάξουν μόνο αν έσπαγε το γυαλί του φανού και γινόταν απ' το τίποτα χίλια κομμάτια. Τότε κάποιος θα σταματούσε, θα έσκυβε μες στο πλήθος, θα σκούπιζε τις γυάλινες ψηφίδες, φτιάχνοντας έναν όχλο τους.
Για να μην κοπεί, θα τις έσερνε βιαστικά μέσα σε ένα πεταμένο φύλλο. Θα τις κατάπινε με μια χαψιά ο μεγαλόστομος κάδος.
Λίγες στιγμές αργότερα, η ζωή θα συνεχιζόταν δίχως διακοπή. Το φανάρι γυμνό θα κοκκάλιαζε σαν μαύρος σκελετός. Ο αέρας θα έστηνε έναν τρελό χορό μέσα του. Το ορφανό πουλί θα το έκανε φωλιά του.
Κάποιο πρωί θα το'βρισκαν όμως κι αυτό νεκρό, γερτό με το σώμα προς τα μπρος, σαν να'θελε να φιλήσει για τελευταία φορά το χώμα.

Ξέψυχα τα φτερά του, θα χόρευαν στα μάτια των αργόσχολων ακυβέρνητα. Ακίνητο το πουλί, ένα ξεσκονόπανο του ουρανού.

Από κάτω, δίχως φανάρια, η ζωή, τρελή, θα έτρεχε δαιμονισμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: