27/1/10

΄΄Τα ζύγια του προσώπου΄΄ σε στίχους

΄΄Τα ζύγια του προσώπου΄΄ σε στίχους

(Από την 3η στροφή και μετά, κάθε 4στιχο αντιστοιχεί σε ένα εκ των 25 διηγημάτων.)

Στον γείτονά μου (Μετς) Σωτήρη Δημητρίου

Αγάπη είναι το ζητούμενο,
κι ας είν' και δαγκωμένο μήλο,
φεγγάρι ολόγιομο ποθούμενο
και ματωμένο κάτω χείλο.

Μια αγάπη όλοι κάπου ψάχνουμε
το φως τ' αεροδιαδρόμου
τυφλά ό,τι πέσει μπρος αδράχνουμε
στις άκρες, στη φωτιά του δρόμου.

Ένας φυρός στρέφει το σώμα του
ν' αγκιστρωθεί στον ΄΄φίλιο΄΄ κύκλο
να χτίσει του έρωτα το δώμα του
να ζεσταθεί μ' ολίγον ήλιο.

Μια μάνα άφεγγα ξεπόρτισε
κοιμίζοντας τον δαίμονά της
γατιά ορφανά με λύπη τάισε
να ξεχαστεί απ' τα βάσανά της.



Ματαίως στάθηκε η χωλή
στ' ΄΄αγάλματα΄΄ των δυο Ευζώνων
ύβρεις ξερνάει και χολή
στόμα οδηγών και αλλοφρόνων.

Ο δύτης πάλι αγνοημένος
ψαρούκλα αγάπη κυνηγά
ο πόθος ο απωθημένος
τη σέρνει στο βυθό γοργά.

Λίγο μονάχα κοιταχτήκαμε
στο χάος της ζωής χαθήκαμε
να'κλεινα θάλασσες, στο δίχτυ
να σ' έπιανα το μεσονύχτι.

Μαγνητισθείς ο δικηγόρος
στα τύμπανα των δυο ματιών της
χορός αγάπης είναι ο χώρος
λουλούδια των ιμάτιών της.

Γριά πουτάνα και δολίως
πώς νανουρίζει τον Πολίτη
που συνευρέθηκε κρυφίως
σε σάπιο, χαλασμένο σπίτι.

Ο φούλης έβοσκε ζυγούρια
αλλά πικρή αγάπης φάρσα
τ(ου)' άναψε πεθυμιά καινούρια
προτού να πέσει η δόλια μάσκα.

Ο παναμάς σαν τα λοφία
στέκεται της αγάπης στέμμα
τ(ου)' Αθίγγανου η αναίτια βία
μίσος γεννά και βράζει το αίμα.

Ιού, αλί, δυο Αφγανοί
από 'να όνειρο πιασμένοι
προτού το Ρίμινι φανεί
γέρνουν στο φορτηγό πνιγμένοι.

Στα όρια, στα σύνορα
δακρύζουνε τα τσίνορα
τα πανηγύρια είναι εσμός
ξένος, παράταιρος δεσμός.

Στα αστικά λεωφορεία
το γέλιο, μυστικό, μουγγαίνεται
καθείς και μία ιστορία
με μια ΄΄φιγούρα΄΄ παρασταίνεται.

Η διορθώτρια επιμένει
στο σέβας της γραμματικής
μα η μουσική του μη* και -νι**       *μη χε-  **τελικό νι
χωρά στην τέχνη της γραφής.

Στο πέταλο του Αρδηττού
ο ΄΄αγάπης΄΄ όλο συμβουλεύει
μ' αγγέλου τα φτερά διττού
μπάτσος πεσμένο νέο χαϊδεύει.

Η κυρα-Νίτσα των κομμώσεων
γι' αγάπη ιπτάμενη κομπάζει
ένοχη των φαντασιώσεων
σε ξένο τάφο κλαίει, στενάζει.

Παχιάς το ανικανοποίητο
μ' έναν τυχόντα ζητεί μέθεξη
εκθέτει γράμμα χειροποίητο
και τον φιλεί στην... αποχέτευση.

Μπρος στου Βίκου τον γκρεμό
θέλξη της ψυχής κρεμιέται
γέρνει πάνω απ' το κενό
και πηδάει, δε γαμιέται.

Το κορίτσι το αλάνι
στης μαμάς της, που'ναι μόνη
τη θηλή γλωσσίτσα βάνει
και σαν φίδι τη δαγκώνει.

Ο γερο-τραπεζικός
έναν ξένο σαν παιδί του
την αγάπη του ολικώς
δίνει δώρο απ' το τσαρδί του.

Κοιταζόταν στον καθρέφτη
κι άλλαζε το πρόσωπό της
μα ως μάνα αλλιώς εσκέφτη
και πειράζει το μωρό της.

Κάποιας Νάντιας η αγάπη
για μιαν άρρωστη γιαγιά
σε ΄΄θυσία΄΄ εξετράπη
και σε βόλι στην καρδιά.

Το μωρό μας μπανιαρίζεται,
μολονότι είναι νινί
ευχαρίστως ερεθίζεται
σε σχισμή ερωτογενή.

Θα 'θελε να δοξαστεί
κάποτε ως συγγραφέας,
όποιου διαφημιστεί
να γενεί ο συλλογέας.

Μέσα στο γηροκομείο
μπάρμπας-θειος αναστενάζει
ανιψιός κάνει ταμείο
το ΄΄ποιόν΄΄ του ξεσκεπάζει.

Τ' ονειρόσπιτο ζητεί
στης ζωής του το φιλμάκι
επιτέλους θα το βρει
μα ως ΄΄φρέσκο΄΄ γεροντάκι.

Η αγάπη γράφεται
στου προσώπου τη σελίδα
ένας πόθος χάνεται
στης καρδίας τη σκελίδα.-

Πέτρος Χριστοφιλίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: