19/10/11

Για τις ''Τέσσερις εποχές'' και πάλι: συνδέσεις, σημειώσεις, παρατηρήσεις

19.10.2011

Η ποίηση εγκαθιστά αφηγήσεις σ' έναν τόπο χωρίς γεγονότα (σελ. 37)

Εάν ο χρόνος ήταν ένα βάρος, ένα φορτίο, θα το επωμίζονταν εκ περιτροπής οι 4 εποχές. Καθεμία θα τον ανελάμβανε για όσο διάστημα της αναλογεί και στη συνέχεια θα τον απέθετε στην άλλη. Δηλαδή οι 4 εποχές είναι σαν να λέμε οι νταντάδες του χρόνου, που ''μας γελάει σαν μωρό''. Πρόκειται για μιαν αιώνια συνθήκη, για μιαν επαναλαμβανόμενη και μη συνειδητή εν πολλοίς λειτουργία, για μια κοσμική αναλλοίωτη σκυταλοδρομία (πρόκειται εμφανώς περί σκυτάλης / με τη σειρά μας την παραχωρούμε). Ο χρόνος περνά από τα χέρια της μιας στα χέρια της άλλης και καθώς μεγαλώνει, αφήνει ίχνη, σημάδια, αποτυπώματα, κατάλοιπα.
Όλα αυτά ενδιαφέρουν τον ομιλούντα, αργόσχολο, αδιάκριτο, παρατηρητικό, πραγματομνήμονα και προσωπομνήμονα, ερευνητή του χρόνου που στο μέλλον θα κερδίζει σαν καλά επιλεγμένη μετοχή, τον αφηγητή αυτής της ποιητικής περιπλάνησης στο παρελθόν, που το όπλο της γοητείας της είναι ακριβώς η απόσταση από όλα αυτά τα απολειφάδια. Όλα αυτά κάπου βρίσκονταν καταχωνιασμένα, σε μιαν αποθήκη σκοτεινή του νου, και ύστερα από το πέρασμα πολλών δεκαετιών, κάποιο χέρι τα φέρνει και πάλι στο φως, σαν ξεχασμένα ντοκουμέντα, σαν σκονισμένες παλαιές φωτογραφίες. Μπορεί τα χρώματα να έχουν κάπως ξεθωριάσει, οι εικόνες αυτές να μοιάζουν παραμορφωμένες, ωστόσο ό,τι αυτές παρασταίνουν δεν παύει να είναι ή να ήταν ζωή. Εάν αυτή η ζωή ήταν και μόνο ήταν, την κοιτούμε με νοσταλγία, με πόνο ψυχής, σαν κάτι που παρήλθε ανεπιστρεπτί. Μπορούμε να χύσουμε και ένα δάκρυ κάνοντας μια σύγκριση του τότε και του τώρα, ειδικά εάν αυτή η ζωή περιέχει πρόσωπα και πράγματα αγαπημένα. Όμως, κάτι μέσα μας μάς λέει ψιθυριστά ότι αυτή η ζωή υπάρχει ακόμη, και όχι μόνο ως μνήμη. Αυτή η ζωή είναι μια λάβα ηφαιστειακή, ένα πύρινο υγρό που με μιαν αφορμή είναι έτοιμο να ξεχυθεί μπροστά μας και να μας φέρει κάποιαν αμηχανία. Μα πού ξεθάφτηκε αυτό; κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί, από ποιον σκοτεινό κόσμο αναδύθηκε; πού κρυβόταν τόσα χρόνια; σε ποιο σπήλαιο; Ο ομιλών, ο κληρονόμος του χαμένου, είναι ο απόλυτος πρέσβης όλων των προσώπων και των πραγμάτων που κινδυνεύουν να σβηστούν ολοκληρωτικά, που σύρονται μέρα με τη μέρα ως την τέλεια ανυπαρξία (η ομηρία του στο ποίημα αναπληρώνει κάπως το χαμένο). Τα ανασταίνει και δίνει και σε αυτά λόγο ύπαρξης. Φοβάται ότι αν ο ίδιος κάποια μέρα χανόταν, μαζί του θα χάνονταν και όλα αυτά και κανείς δεν θα είχε την τόλμη να τα φανερώσει, να τα προβάλει στο φως του παρόντος. Αυτή η επιχείρηση ανάστασής τους είναι γοητευτική γιατί με την παρουσία των χαμένων μεγαλώνει το πλάτος της τωρινής ζωής, αυξάνεται η κυκλοφορία των συναισθημάτων, διαστέλλεται η μνήμη και η φαντασία, η μνήμη για όσους έχουν βιωματική σχέση μαζί τους και η φαντασία για όσους δεν έτυχε να τα γνωρίσουν. Είναι σαν να ανοίγει το οικογενειακό άλμπουμ, το λεύκωμα των κοινών και ξένων για μας αναμνήσεων.
Τον ποιητικό αφηγητή ερεθίζουν πολλοί και πολλά: οι παλαιοί δάσκαλοι, τα παλαιά γεγονότα όπως καταγράφονται σε κιτρινισμένες φωτογραφίες, τα ταξίδια σε πόλεις της Ευρώπης που ζωγραφίζονται στον καμβά με την αλλοτινή όψη τους, ο ξένος προς τον καθ' ημάς τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, ηλικιωμένοι άνδρες που γίνονται θαυμαστοί για τα χαρίσματα και τις αρετές τους ή τη σοφία τους, συγγενικά πρόσωπα που έλαμψαν για το κάλλος τους ή για άλλους λόγους, οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που στένευαν την ελευθερία των παράνομων ιδεολόγων άλλων καιρών, τα βιώματα των παιδιών άλλων γενεών, τα παλαιά επαγγέλματα και οι εκπρόσωποί τους, η προσωπικότητα του πατέρα, τα παλαιά αντικείμενα, οι σημειώσεις σε παλαιά βιβλία κ.ο.κ. Γενικώς, τον συγκινούν και μας συγκινούν όλα όσα μένουν εδώ και θα μένουν για πάντα κάπου στον κόσμο ενώ οι κάτοχοί τους, οι χρήστες και δανειστές τους είναι πια και ήδη από χρόνων πολλών απόντες. Τελικά η ποιητική γραφή είναι μια σειρά από επιμειξίες, παρόντων και απόντων, χρήσης και αχρησίας, μνήμης και λήθης, φωτός και σκότους. Ίσως αυτό που αποτελεί το πιο υψηλό δίδαγμα αυτής της περιπλάνησης είναι το ότι αυτό που εμείς οι ίδιοι είμαστε στο παρόν είναι ένα άθροισμα από χιλιάδες αθέατες συμβολές του παρελθόντος, προσώπων και πραγμάτων του παρελθόντος. Τα λόγια μας είναι λόγια πεθαμένων (άλλοι στο μέλλον θα μιλήσουν με τα λόγια μας), τα ενδιαφέροντά μας φερμένα από το πεδίο ενδιαφερόντων άλλων ανθρώπων που προηγήθηκαν, η στάση μας γενικώς απέναντι στον κόσμο και στη ζωή θυμίζει σε όσους μας γνωρίζουν την ανάλογη στάση οικείων μας που αποχώρησαν νωρίτερα από εμάς. Γιατί άραγε κοιτούμε ως επί το πλείστον μπροστά (σε μια κατεύθυνση βαδίζουμε, στην ίδια ευθεία όλοι πάμε, όλα στο μέλλον προχωρούν, σελ. 14) και δεν νιώθουμε την ανάγκη ή το χρέος να επιστρέφουμε με ευγνωμοσύνη σε όλους εκείνους και σε όλα εκείνα που μας βοήθησαν να ανδρωθούμε; Οποία παράλειψη να μην αφήνουμε κάποιον στέφανο τιμής και στις σκήτες των απελθόντων.

Σελ. 9:  Αιφνιδιαστικά εμφανίστηκε... έτσι αιφνιδιαστικά όπως εμφανίζονται όλα τα απολωλότα. Όπως έκπληκτα ή αμήχανα συλλαμβάνονται τα σκεύη στο σκοτάδι (σελ. 19).
της μεγάλης μας τάξης... ο αφηγητής ήταν τότε μαθητής. Μια άλλη εικόνα σχολική υπάρχει και στις σελίδες 44-45, όπου ο δάσκαλος με άσπρα δάχτυλα / ζωγράφιζε στον πίνακα ένα σύμφωνο / γύριζε και έβλεπε την τάξη.
Ο δάσκαλος... κοίταζε το παράθυρο... Η μορφή του παλαιού δασκάλου όπως και στις σελίδες 44-45. Ενώ η προσωπικότητα του παλαιού δασκάλου της Αγγλικής γλώττης αναδύεται σχολαστικά στις σελίδες 46-50.
"Έρχεται καταιγίδα!" είπε... η σκηνή θυμίζει την ανάλογη της σελίδας 44 όπου ο ιατρός ντυμένος με ποδιά εργασίας ξυλουργού λέει: βρέχει ασταμάτητα, είπε αδιάφορα κοιτάζοντας απ' το / παράθυρο τη δυνατή βροχή, δεν έχει σταματήσει ούτε λε-/πτό...
τανκς απ' τη Βουδαπέστη... εδώ το παλαιό ιστορικό γεγονός, όπως π.χ. ο τορπιλισμός της Έλλης στη σελίδα 23, το ναυάγιο του Έλση έξω από τον Καφηρέα, σελ. 53. Νοέμβριος του '56 (όπως: Η τάξη του '56, σελ. 10, 1959, σελ. 15-16, 1977, σελ. 22, 1700, σελ. 32, 1959, σελ. 32, ακμαία ενός έτους η ΕΡΕ, σελ. 36, 12.7.1953, σελ. 40, 2.7.1963, σελ. 50, 5.4.1956, ένα 6μηνο αφότου πέθανε ο Παπάγος, 9 μέρες πριν από τη διάλεξη που έδωσε στην πόλη ο Κοσμάς Πολίτης, σελ. 51). Τα γεγονότα δείχνουν ανεξιχνίαστα, λέγεται αλλού, υπάρχει κάτι αντ' αυτών, το περίγραμμα της κιμωλίας στην άσφαλτο (η λέξη ''κιμωλία'' μάς πηγαίνει στην εικόνα της σελ. 45 όπου η σκόνη της κιμωλίας πέφτει αβαρώς μέσα στην σχολική αίθουσα).
η αρρώστια επώαζε την απειλή της... θείες... η χοντρή νοσοκόμα... οι... επισκέπτες... εδώ τα πρόσωπα του σπιτιού, του οικογενειακού περίγυρου (όπως: η θεία, σελ. 23, ο θείος Ζαν, σελ. 23, η μητέρα μαθήτρια, σελ. 24, ο γόης θείος Γιάννης, σελ. 24, η θεία-ο παλιός μύθος-η καλλονή, σελ. 25-26).

Σελ. 10: ο αναγνώστης εισχωρώντας στο ομιχλώδες παρελθόν ενός άλλου, του αφηγητή, βοηθιέται να ξυπνήσει το δικό του ομιχλώδες παρελθόν - και όχι μόνο αυτό, ερεθίζεται τόσο το ενδιαφέρον του που τελικά τον αφορά αυτό το ξένο παρελθόν. Η εμπλοκή του και στη σελίδα 29, ενώ στη σελ. 30: Ο αναγνώστης να σκεφθεί την εποχή.
Η απειλή των συρίγγων και του βραστήρα της νοσοκόμας συνδέεται με την απειλή της αρρώστιας ίσως της νοσούσης μητρός (η οποία μάλλον πεθαίνει το 1958 σύμφωνα με τους στίχους της σελ. 52: μετά μια 2ετία, συγκεκριμένα, θα ακολουθήσει το μοιραίο) όπως αναφέρεται στη σελίδα 9, ενώ στη σελ. 30: Την απειλή που είναι κάθε τέλος. Μια ανάλογη διατύπωση και στη σελ. 42: ...τους τρόμαζε (όπως συμβαίνει πάντα) η ανάμνηση και η λέξη Τέλος. Η χοντρή νοσοκόμα και ο γιατρός που παραπλανά το παιδί στη σελ. 43 κ.ε.
Από την εικόνα του δωματίου ο αφηγητής κινηματογραφικά μάς πηγαίνει στην εικόνα και πάλι της σχολικής αίθουσας την ώρα ακριβώς που ξεσπούν οι κεραυνοί. Η ίδια κινηματογραφική τεχνική αξιοποιείται και στις σελίδες 44-45, μετάβαση από το σπίτι στο σχολείο, από τον έναν κλειστό χώρο στον άλλον.

Σελ. 11: Εικόνες από Ζάλτσμπουργκ, από ημέρες Χριστουγέννων, όπως και στη σελίδα 31. Η απόλαυση της αυστριακότητας. Επιστρέφουμε στο παρελθόν, όπως επιστρέφει στο σπίτι του το ζεύγος Στάντλερ, όπως επιστρέφει το γάλα στη φιάλη του, τα δημητριακά, όπως επιστρέφει ο σύζυγος στο κρεβάτι του, όπως οπισθοβατεί ο αφηγητής προς το κρεβάτι του, όπως στην ταινία του Βερτόφ (σελ. 12) όπου τα τραμ γυρίζουν στην αφετηρία τους (1929, Industrializacion), η επιστροφή στο σπίτι (σελ. 22).
ΤΟΠΟΙ: Βουδαπέστη, Ζάλτσμπουργκ, Βέρτερζεε, Λίντσεργκάσε (σελ. 33 και 13), Γκεντράιντεγκάσε, Μπανταλόνα, Παρίσι οδός Γκριμπωβάλ 3, Αμιέν, οδός ντι Μπακ, Λουτράκι, η Τήνος, η Σύρος, η Δήλος, το Εβιάν, η Ρώμη, η γαλλική λουτρόπολη, πόλεις της 3ης ηλικίας με θερμά λουτρά (σελ. 28), Κονέκτικατ, Καπίτελπλατς, Άλπεις, Ανόβερο, Γκλόκενσπιλ, Ζάλτσαχ, Λονδίνο, Πειραιάς, Λίβερπουλ, θέρος της Αλβιώνος (σελ. 47), Αυστραλία, Σάουθάμπτον, Σουέζ.

Σελ. 12: Μετράει ο τρόπος, που η πανδοχέας δίδει το κλειδί, που εισπράττει κανείς ευχές αγνώστων στο εστιατόριο. Οι θαμώνες βλέπουν την πλάτη του αφηγητή όπως οι νεκροί έφταναν στον Άδη με την πλάτη - ωστόσο κανείς δεν επιστρέφει με την πλάτη, κανείς δεν ξαναβρίσκει την παλιά του θέση.
Η αναδρομή γίνεται με μάτια στον αυχένα (σελ. 23).

Σελ. 15: Το Δαιμόνιο του Μέλλοντος, η Εποπτεία του Προσεχούς, όλα στο μέλλον προχωρούν (σελ. 13-14). Η άνοιξη, δε, είναι η διαφήμιση του μέλλοντος (σελ. 16). Η αναπνοή του γιου ανενόχλητο βήμα στο μέλλον, οι γιοι φτιαγμένοι από μέλλον (σελ. 18), αυτός ο χρόνος κάποτε ήταν μέλλον (σελ. 22), το μέλλον μάς δείχνει το σπίτι που δεν έχουμε (σελ. 46).
Το παλαιό επάγγελμα: ο τσαγκάρης - ο πλανόδιος φωτογράφος, σελ. 39.
Τα παλαιά αντικείμενα: οι κατσαμπρόκοι, τα σουβλιά, οι τανάλιες στο τσαγκαράδικο. Αναφορά στα παλαιά αντικείμενα στη σελ. 48. Λόντεν με ομπρέλα στο βραχίονα (σελ. 11). Ροκοκό ταπετσαρία (σελ. 13). Η μεταλλική σφυρίχτρα (σελ. 46). Πορτατίφ με μικρή αλυσίδα αντί του μπουτόν (σελ. 48).

Σελ. 16: Ο βίος βραχύς, μετριέται, ενώ προτιμητέο ένα βιβλίο που να μην τελειώνει πουθενά.

Σελ. 17: Οι ηλικιωμένοι: ο 60χρονος Αναπαυόμενος σε ανάκλιντρο της παραλίας. Οι αειθαλείς και φλύαροι αργόσχολοι, σελ. 15, το ζεύγος Στάντλερ, σελ. 11, ο σύζυγος και η στρουμπουλή φιγούρα απ' το Νότο, σελ. 11, αργοί υπερήλικες στην παραλία, σελ. 19, το ηλικιωμένο ζεύγος επί της οδού Γκριμπωβάλ (σελ. 22), ο υπερήλιξ εραστής (σελ. 25), η πόλη κατακλύζεται από υπερήλικες (σελ. 27), ''έχετε γεννηθεί κι εσείς ηλικιωμένος'' (σελ. 27), ο απόμαχος της συμβολαιογραφίας (σελ. 28), το μονόπρακτο για έναν γέροντα που πεθαίνει στην τουαλέτα (σελ. 28), ''κοιτάζουν τα πλοιάρια που αναχωρούν / χωρίς να υποψιάζονται την προφανή μεταφορά'' (σελ. 28), διάλογοι απομάχων (σελ. 29), ο Αμερικανός με το μπαστούνι (σελ. 31), ...όπως φοβούνται οι ενήλικες που ακούνε πάντα στην εξέταση απειλητικούς ψιθύρους (σελ. 43).
Ο αργόσχολος παρατηρεί τον Αναπαυόμενο όπως οι αργόσχολοι σε κάποιο τσαγκαράδικο (σελ. 15), όπως οι αργόσχολοι απρόσβλητοι από ανία στη γαλλική λουτρόπολη (σελ. 27).

Σελ. 18: Οι κινήσεις του Αναπαυόμενου (σελ. 18-19) θυμίζουν την κίνηση δωματίου του συζύγου (σελ. 11).
Η αναπνοή του γιου: βλ. και σελ. 47, οι γιοι αρνούνται την εικόνα μας, και σελ. 29: ή έναν γιο που πρόκειται να εμφανιστεί το προσεχές 3ήμερο. ...που επιθυμεί να ρίχνει τη σκιά του / και να συνομιλεί με το παιδί όταν ο ίδιος θα απουσιάζει (η σχέση πατέρα - υιού μέσα από τις γραμμές και τις σημειώσεις ενός παλαιού βιβλίου, στις σελ. 51-52).

Σελ. 23: Μπλεζ Σαντράρ, όπως και στη σελίδα 38.

Σελ. 24: Παλαιά πλοία: Φρίξος, Φρίντα, Αγγέλικα (σελ. 40), Έλση (σελ. 53).

Σελ. 32: Το μπαστούνι θαυμαστικό, όπως στη σελ. 19 η φράση των βημάτων σταματούσε στην τελεία ενός σκυμμένου βρέφους ή μιας μπάλας.

Σελ. 32: Τελεφερίκ, όπως και στη σελ. 11.

Σελ. 33 Χωρίς να βγάλουμε τα γάντια - στο πεζοδρόμιο θα αναδυθεί το χαμένο γάντι (σελ. 34).

Σελ. 34: Προς το παρόν επιστρέφω στο μαξιλάρι μου - Ο ύπνος είναι απολαυστικός σ' αυτά τα μαξιλάρια (σελ. 11).

Σελ. 38: ανάερα βαλς - La Cumparsita στη σελ. 36.

Σελ. 38: Βλέπετε το κεφάλι του με κλίση αριστερά / τάχα παίζει βιολί - βλ. σελ. 12, νεότερη έπαιζε άρπα, τώρα απλώνει το δεξί της χέρι... κ.λπ. (για την πανδοχέα).

Σελ. 43: Ο ιατρός με την καμπαρντίνα όπως ο δάσκαλος με την αγγλική καμπαρντίνα (σελ. 9).

Σελ. 46-50: Το μάθημα της Αγγλικής γλώττης, family Brown, the Browns.

Σελ. 46: τα καταφύγια, όπως και στη σελ. 33 στην ξενάγηση του Αμερικανού.

Σελ. 47: ο πατέρας με πιτζάμες, όπως στη σελ. 11 με τις πιτζάμες του ο σύζυγος - σήκωσε την πιτζάμα του παιδιού, σελ. 44.

Σελ. 50: η συμπεριφορά του σκύλου (ξέρω καλά τους σκύλους, θα έλεγε κι ο ποιητής, που θρηνούσε κάποτε την απώλεια ενός σκύλου του).

Σελ. 51: Το βιβλίο του πατέρα μεστό από σημειώσεις περιθωρίου.

Σελ. 51: Λουτσία ντι Λάμερμουρ εδώ, Μαγικός Αυλός στη σελ. 33, Frau Luna στη σελ. 34.

Σελ. 53: Τα διαψευσμένα όνειρα της επαρχίας - και τα χαμένα όνειρα του κουρέα.

Σελ. 53: Στίχοι που θυμίζουν Κώστα Καρυωτάκη:
ίσως να θυμηθείς πώς σχολιάζαμε το γραμματέα του Υπουργείου που βράβευσε μιαν αγελάδα, γιατί το βλέμμα της ''μειλίχιο και ρεμβώδες!'' του θύμιζε κάποια παλιά, καταλαβαίνεις τι είδους, σχέση του.
"Ο κύριος νομάρχης καθυστερούσε, και η επιτροπή σκεπτόταν αν έπρεπε ν' αρχίσει η γιορτή ή να τον περιμένουν".


ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΑΜΦΙΒΟΛΟ ΚΑΙ ΘΟΛΟ ΣΤΟ ΙΔΡΥΜΑ Α. ΚΑΙ Λ. ΚΑΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ. ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΜΑΡΜΑΡΙΝΗ ΕΠΙΤΟΙΧΙΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΡΑΧΘΕΙ Η ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 15.11.2011 ΜΕ ΡΟΥΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ.

ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια: