26/10/11

Δύο άνθρωποι, ένα Ίδρυμα, ένας ποιητής, κάποιο παρελθόν, τέσσερις εποχές

26-10-2011



Η τηλεοπτική εμφάνιση σε μιαν εκπομπή της Μπίλιως Τσουκαλά του κυρίου Γιώργου Μαγγίνη ήταν το ερέθισμα μετάβασης και γνωριμίας του Ιδρύματος Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού και ειδικώς των δύο ακάματων ''φρουρών'' του, του κυρίου Γιώργου Μαγγίνη και της κυρίας Σοφίας Πελοποννησίου.
Έχοντας να αντιμετωπίσουν πλήθος αντιξοοτήτων οι κ.κ. Μαγγίνης και Πελοποννησίου κατάφεραν να ανακαινίσουν τον χώρο του Ιδρύματος και να τον κάνουν να λάμπει σαν αρχοντικό στολίδι στα μάτια καθενός επισκέπτη.
Εργαζόμενοι εθελοντικά, με πίστη στην ιδέα της ποιότητας και της καλαισθησίας, μεταμόρφωσαν τον φθαρμένο χώρο σε ένα Μουσείο που ανασταίνει τη ζωή του ζεύγους, τις κοινωνικές σχέσεις μιας άλλης Αθήνας, το εκεί φιλολογικό σαλόνι, όπου μεταξύ των πολλών άλλων δόθηκε και η αθηναϊκή δεξίωση ''νίκης'' μετά την απονομή του βραβείου στον Οδυσσέα Ελύτη.
Πίνακες ζωγραφικής μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, έπιπλα εποχής διαλεγμένα με το κριτήριο του υψηλού γούστου, προσωπικά αντικείμενα-μοναδική παρακαταθήκη, η γκαρνταρόμπα της οικοδέσποινας, η επιστημονική βιβλιοθήκη (ο κύριος Άγγελος Κατακουζηνός υπήρξε νευρολόγος-ψυχίατρος διεθνούς φήμης), φωτογραφίες-τεκμήρια ενός κόσμου που βυθίζεται ολοένα στο παρελθόν, αυτά και άλλα πολλά προκαλούν στον επισκέπτη το αίσθημα μιας ''ακριβοθώρητης πινακοθήκης'', μιας ''αισθητικής θαλασσογραφίας'', όπου βασιλεύουν τα χρώματα, οι συνδυασμοί των σχημάτων και των ιδεών, άφθαρτο και άφθαστο κι αγέρωχο το Κάλλος, που παραμονεύει σε κάθε διάδρομο, σε κάθε γωνιά, σε κάθε κάμαρα.
Ο αιφνιδιασμός των καλλιτεχνικών ερεθισμάτων είναι αλυσιδωτός. Τη συλλογή λοιπόν αυτή οι κ.κ. Μαγγίνης και Πελοποννησίου μετά και τον θάνατο της οικοδέσποινας πρόσεξαν ''σαν τα μάτια τους'' και ανέδειξαν με στοργή και μεράκι. Θεωρώντας ότι η Τέχνη εκτός του ότι περιέχει Ιστορία εκπέμπει το αιώνιο φως της επί των κεφαλών αναρίθμητων πιστών της. Η ζωή και η περιουσία του ζεύγους είναι ένα κομμάτι της σύγχρονης κοινωνικής ιστορίας, που πολλοί αγνοούν και ακόμη περισσότεροι προσπερνούν δοσμένοι σε άλλες προτεραιότητες, επείγουσες διαταγές της ζωής, κελεύσματα του ευμετάβλητου κόσμου μας. Έτσι τα βράδια του χειμώνα αλλά και τα ανοιξιάτικα απογεύματα, στις καλοκαιρινές φωτοχυσίες αλλά και στα φθινοπωρινά απόβραδα, η αύρα της υψηλής τέχνης πνεέι και χορεύει μόνη της μέσα στο αρχοντικό, εκτός κι αν ακουστούν τα κλειδιά στην θύρα και οι δύο φρουροί του εμφανιστούν για να ελέγξουν ότι όλα είναι εντάξει, όλα είναι στη θέση τους, η Τέχνη σαν παιδί που πρέπει να λαμβάνει τη θέση του στον χώρο και στον χρόνο.
Ο αρχικός ενθουσιασμός των εθελοντών ήταν το φωτεινό άστρο και τώρα ερχόμενοι αντιμέτωποι με τα ζητήματα της ύπαρξης, του βιοπορισμού, των υλικών μέσων και αναγκών, των κάθε είδους πόρων, αισθάνομαι ότι μια θάλασσα έγινε η ψυχή τους, το όραμα και η αθωότητα βουτήχτηκαν μέσα στην κολυμπήθρα του ψυχικού κόπου, καθώς πάντοτε η Ιδέα συγκρούεται με την Ύλη προκειμένου να πραγματωθεί ο μεγάλος σκοπός της Τέχνης. Το αρχοντικό διαμέρισμα αναπνέει αθόρυβα ατενίζον τον Βασιλικό Κήπο και οι 4 εποχές φέρνουν σκασίματα και εκδορές πάνω στο σώμα του όλου οικοδομήματος. Οι 4 εποχές, που ως γνωστόν διαδέχονται η μία την άλλη και εντός μας. Τώρα ζούμε το φθινόπωρό μας αναντίρρητα, και την ώρα που όλοι γύρω μας ομιλούν ''οικονομικά'', τα φύλλα των γηραλέων δένδρων πίπτουν αργά, με τον ρυθμό έκπτωσης κάποιων αξιών, κάποιων μετοχών, κάποιων άυλων τίτλων.



Μοναχικός ονειροπόλος όμως και ο ποιητής, ο ποιητής και εκδότης. Με τη δερμάτινη τσάντα στον ώμο, το πενάκι του, τα δοκίμια καλώς τακτοποιημένα έτοιμα για επεξεργασία. Μοναχικές διαδρομές μες στην πόλη. Μια στάση σε ένα γραφικό καφέ. Μια άλλη στο ατελιέ, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, στο τυπογραφείο, λουσμένο με τα αρώματα της γραφής του πνεύματος. Εξετάζοντας κάποιο παλαιό αντικείμενο, κάποιο μπιμπλό ενός πλανόδιου καροτσέρη. Μεταφράζοντας, βελτιώνοντας τον τρόπο των λέξεων, χτενίζοντας την κόμη των κειμένων. Ταξιδεύοντας στις πόλεις-στολίδια της Ευρώπης. Τότε, παλιά, ως νέος οικογενειάρχης, τώρα, πρόσφατα, έχοντας κατακαθίσει μέσα του ιζηματωδώς η σκόνη του αλώμενου βίου, μέσα από τον στρόβιλο τόσων στιγμών, ενσταντανέ με γνωστούς και αγνώστους, συγγραφείς, άλλους ποιητές, μεταφραστές, μουσικούς, πολιτικάντηδες, τροβαδούρους. Μια ταξιδιάρικη κινηματογραφική ταινία, διέρχεται κάμπους και ποτάμια, στέπες και οροπέδια. Οι 4 εποχές είναι κι εδώ, κάποτε στο Ζάλτσμπουργκ, άλλοτε στο Παρίσι, ακόμη ακόμη και στο ''ταπεινό'' Λουτράκι. Όλα θα μείνουν θαμμένα εάν δεν τα τραβήξει στην επιφάνεια ο καταδύτης, ο ''καταδότης'' της παρουσίας τους. Το παρελθόν που γίνεται παρόν ως όμηρος σε ένα ποίημα, προτού ξαναγίνει και πάλι παρελθόν. Σαν τους ζωγραφικούς πίνακες που στήνονται αυτή την εποχή μπροστά στα μάτια των θεατών, φερμένοι από την αποθήκη τους. Το παράπονο των πραγμάτων και των προσώπων αιώνια δοσμένο μέσα από την ερωτηματική αγωνία: "Μα ποιος επιτέλους θα μιλήσει για μένα;". Η συλλογή του ποιητή "Τέσσερις εποχές'' εκδόθηκε σε μιαν εποχή κατά την οποία ανακαλύπταμε επί θύραις ζωγραφισμένο το ομώνυμο έργο του Γκίκα στον χώρο του Ιδρύματος - κι έτσι η σύμπτωση έγινε ιδέα και η ιδέα πρόσκληση και η πρόσκληση συνάντηση και η συνάντηση εμπειρία: ιδού οι τέσσερις εποχές ενός γεγονότος, που μετά μαθηματικής ακριβείας θα σκονιστεί γρήγορα από την αιθάλη της αστυνομικής και αυτοκινητικής βίας γύρω από την πλατεία του χιλιοτρυπημένου πλέον Ελληνικού Συντάγματος.

Τι από την Αθήνα του σήμερα θυμίζει Λόνδρα και Άλπεις, πού βρίσκεται το αντίστοιχο του Mozart's House, πού κάθεται ο Αναπαυόμενος επ' ανακλίντρου στην παραλία της Μπανταλόνα, ποιον αριστερό ιδεολόγο ελέγχουν ανοίγοντάς του τη βαλίτσα στο κατάστρωμα; Ποια κομψή πανσιόν θα μπορούσε να συναγωνιστεί την Ζum Jungen Fuchs του Ζαλτσβούργου; Πώς θα στέκονταν, φέρονταν οι πιστοί στον φανταστικό Καθεδρικό Ναό των Αθηνών; Πού παραθερίζουν οι παλιοί γόηδες και γόησσες της αστικής τάξης; Και οι απόμαχοι που εξαθλιώνονται πώς εξοικειώνονται με την ιδέα της αποδημίας τους, εάν τους έχει αγγίξει απαλά σαν μάγισσα; Παλιά ήθη και τρόποι ζωής, ο τρόπος που γράφεται η καθημερινή ζωή, τα εργαλεία των επαγγελματιών, οι λόγοι, οι ευχές, οι χαιρετισμοί, οι εκφράσεις των προσώπων και η εγκαρδιότητα των στιγμιότυπων, όλα σαν γκραβούρες που παλιώνουν με απόσταση ολίγων δεκαετιών. Όποιος διαβάζει τις ''4 εποχές'' ταξιδεύει, και ως παιδί και ως ενήλικος. Γίνεται παιδί που φοβάται τον ιατρό και ενήλικος που φοβάται τις ριπές στις στροφές του χρόνου. Δεξίωση είναι οι ''4 εποχές'', δεξίωση με καμπαρντίνα, βαλς και χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Με πνίγει μια συγκίνηση καθώς όπως κάθε αναγνώστης εμπλέκομαι στις ''ιστορίες'', προσωπικές, απρόσωπες, ξεχασμένες, ευρωπαϊκές, ενός διαφορετικού modus vivendi.


Συνοψίζοντας: η υπαρξιακή δοκιμασία του Ιδρύματος συνταιριάζεται με τη σύγκρουση του ποιητή με τον χρόνο, την ίδια στιγμή που το ζωγραφισμένο επί θύραις έργο του Γκίκα κρυφοκοιτάζει το νεόδμητο Μουσείο του της οδού Κριεζώτου. Ενώ η σύναξη των ''χαμένων ποιητών'' ξεφυλλίζει βιαστικά το φετινό καλοκαίρι με συννεφιά στο βλέμμα λόγω της οικονομικής συγκυρίας, προτού επιβιβαστεί στο καράβι των στίχων που σε πάνε μακριά, πολύ μακριά από τη δυσώδη πρωτεύουσα των Βαλκανίων, σε ''στιγμές μυστικές λάμψεις μαγικές'' μιας πραγματικής ζωής αυτού που τις έζησε και πολλών φανταστικών ζωών αυτών που τον διάβασαν. Εάν δεν διαβάζεις, δεν απομακρύνεσαι ούτε στον χώρο ούτε στον χρόνο.


ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: