30/9/11

Ο εφεδρικός

30-9-2011

Ο εφεδρικός

Θα σε τραβήξουν σαν λαχνό μιαν ωραία πρωία, primum inter pares, δόξα τη ωραία τύχη.

Για να'ν' ούριος ο άνεμος και τα πλοία να καλπάζουν αμέριμνα στον ψαροθρόφο πόντο, η Ιφιγένεια, παρακαλώ, ας πλησιάσει στο βωμό.

Τα λεξικά σε ορίζουν "κατά την ανάγκη" (ανάγκα και θεοί πείθονται - και θνητοί πάσχουν).

Ίσως αντικαταστήσεις, γεμίσεις το κενό, αναπληρώσεις απόντα, μπεις στη θέση άλλου, ένα σώμα κάποια λύση, ίσως κάπου χρειαστείς, φανείς κάπως χρήσιμος, χωρέσεις στο μέγεθος μιας έλλειψης - προς το παρόν θα παρακολουθείς παγωμένος απ' τον πάγκο, σκονισμένη ρεζέρβα.

Ίσως έλθει μια στιγμή να δείξεις την αξία σου και πάλι, να μπεις κρύος στο τερέν και να σε ζεστάνει το χειροκρότημα.

Πιάνουν τόπο όμως και τα λάστιχα, κοστίζουν, ζουν με κάποιον τρόπο και υπάρχοντας αξιώνουν - κάποιαν επιστροφή σε ενεργό δράση. Τις νύχτες απ' τον καταυλισμό σηκώνεται στήλη ο μαύρος καπνός, σαν θυσία προς τον ουρανό. Στην πυρά τ' άχρηστα λάστιχα, οι παλιές ρεζέρβες, οι ανταλλακτικές. Περίμεναν κι αυτές να ζεσταθούν και τώρα πια ζεσταίνουν άλλους.

Η ανάγκη σέρνει τον άνθρωπο με χαλκά απ' τη μύτη - όπως ο γύφτος αρκουδιάρης το γέρικο ζώο που στέκεται γογγύζοντας στα πισινά του πόδια.

Η ανάγκη διχοτομεί και τα σπίτια, υψώνει ψευδοχωρίσματα, κόβει τα οικόπεδα, βάζει σύνορα και ξερολιθιές.

Μια ανάγκη διαμελίζει και τις πολιτείες, ο χρόνος, σαν μαστροπός, δείχνει, σαν βέλος, τους νέους δρόμους, τους παράλληλους, τους εσαεί αποκεκλιμένους. "Ως εδώ από κοινού, περαιτέρω αλλαχού".

Ανθρώπινες αγέλες χτυπημένες από κεραυνούς, σκορπισμένες από αντάρες. Το Εικοσιδυό η μάνα που χάνει το ένα παιδί, το Σαράντα το κουφάρι ακίνητο πάνω στο χιόνι, το Πενήντα κάποιον διαολόστειλαν ''στας Ανατολικάς Ευρώπας'', ο μετανάστης με το δισάκι του τραβά για την Αυστραλία, ο εξόριστος με το σακάκι του συνωθείται στην παραλία.
Άλλοι φυλάν τους τάφους, άλλοι τις φυλακές, πάντα μια μάνα κλαίει κι ένα παιδί μυξιάρικο.
Σαν βόμβα σκάει μια μοίρα και τινάσσει την Αγία Οικογένεια, δόξα τη ωραία τύχη.
Στο τραπέζι πάντοτε κάποια καρέκλα κενή κι ένα πιάτο άδειο για τον χαμένο.
Τόσα χρόνια μάθαμε να λείπει κάποιος, να μετριόμαστε πάντα λιγότεροι.

Πέρασαν κι αυτές οι θλίψεις κι η αγκαλιά του κόσμου, φρέαρ καμουφλαρισμένο, άνοιξε κάποτε να χωρέσει όλα τα παιδιά του. Να γεμίσει το τραπέζι με αγαθά, να καθίσει ο χαμένος επιτέλους στην καρέκλα του.
Το χρήμα άρχισε να τρέχει σαν βρύση και δρόσιζε πληγές, το μάτι φωτίστηκε από χαρά, όλοι ζεστάθηκαν, μεγάλοι και νέοι, βασικοί κι εφεδρικοί, κι είπαμε να ξεχάσουμε τα παλιά δεινά. Να αναλογεί, λέγαμε, στον καθέναν μια θέση στον κόσμο, οργανικά να'ν' δεμένος με τη ζωή, όπως η άδεια καρέκλα στο τραπέζι, το καράβι που πλέει με ούριο άνεμο στον πόντο, ο καπνός που αμολιέται όταν ρεύεται η φλόγα.

Αλλά τώρα η βρύση που χόρτασε τρέχει λιγότερο και τα σταμνιά γυρίζουν μισογεμάτα. Το αγαθό δεν σου εγγυάται την αιώνιον ζωή κι η Φύση, Κύκλωπας μονόφθαλμος, κατήντησε καχύποπτη.

Τώρα ο καιρός είναι ένας μασκοφόρος, συνεργάτης των κατακτητών, και σε δείχνει με το δάχτυλο.

Σε βλέπω στην οθόνη του μέλλοντος να σε αποκαθηλώνουν, να σου ξηλώνουν εν μιά νυκτί τα γαλόνια, να σε αδειάζουν στη μέση του κόσμου, να τραβάς σε βρόμικα σοκάκια και να μην αναγνωρίζεις πουθενά ένα γνώριμο χέρι.
Σαν εφιάλτης λαμπυρίζει στις άκρες των οριζόντων η Μικρασιάτισσα μάνα με το χαμένο στερνοπαίδι, ο λιγνόσωμος ξένος που πάει στους άνθρακες του Βελγίου, ο εξόριστος με το σβησμένο χαμόγελο.

Κι εσύ; Εσύ ποια θέση θα βρεις στην Ιστορία; Πώς θα σε καταπιεί ο καρχαρίας του μέλλοντος; Ή "λίγες μόνο γραμμές" θα γράφουν το πάθημά σου;

Θες να γελάσεις, να ξεχαστείς, να μην το πιστέψεις. Ένα μειδίαμα σε κερένιο πρόσωπο. "Θα περάσει κι αυτό, θα γυρίσει...", λες μονάχα και κοιτώντας τον ήλιο πίνεις λίγο φως.

Εφεδρεία, λειψυδρία.
Ενοχές, λόγχες και οχιές, δάκνουν καλώς τούτες οι εποχές.
Μεγάλο πιάτο στο τραπέζι και μια στάλα ο μεζές. Γλίσχρες κι αισχρές οι αποδοχές.
"Λίγο νερό, νερό", ακούγεται η ηχώ απ' το Μακρονήσι.

"Θα περάσει κι αυτό, θα γυρίσει...", λες και παγώνει η υγρασία το τσιμέντο, στο σώμα σου.
Μόνο να μην κοιτάξεις πίσω, σου λέω, να χάσεις τη μνήμη των προσφορών σου, ρίξε τα μάτια σου μόνο εμπρός. Πίσω αν στραφείς, θα δεις φλόγες να σε κυνηγούν, Ερινύες αιμοβόρες, δαιμονικές φωνές της τύχης σου, δόξα τη ωραία σου τύχη.

...................................................................

Απ' τον δρόμο πέρασε το μεσημέρι μια δράκα από μπόμπιρες.
Ένας κρατούσε ένα μαύρο ραδιόφωνο. Ξάφνου, στα μισά του δρόμου, σταμάτησε η μουσική. Κάποιος, ο μεγαλύτερος, το πήρε και το ανασκέλωσε, άρχιζε να σκαλίζει το τύμπανο, άνοιξε τις μπαταρίες, τις περιεργάστηκε.
"Αυτές εδώ, ρε χαμένε, κάηκαν. Δεν έχεις καμιά εφεδρική;"
Ο άλλος έβαλε τα χέρια μέσα και σήκωσε τις τσέπες του άδειες.
Δυο κουφά αυτιά γίναν οι τσέπες του, που δεν άκουγαν πια καμιά μουσική.

Π. Χριστοφιλίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: